- ομόγονος
- -η, -ο (Α ὁμόγονος, -ον)νεοελλ.βοτ. αυτός που έχει άνθη ενός είδους τών οποίων τα αρσενικά και θηλυκά όργανα είναι ίσου μήκουςαρχ.1. ομογενής («οἱ ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμόγονοι», Ξεν.)2. παρόμοιος («τὸ αἰσθητὸν γένος τούτων ἐκάσταις ὁμόγονον», Πλάτ.)3. αυτός που γεννήθηκε κατά τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμόγοναζώα τού ίδιου είδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -γονος (< γόνος), πρβλ. μονό-γονος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homogonous].
Dictionary of Greek. 2013.